- αμορφύνω
- ἀμορφύνω (Α) [ἄμορφος]κάνω κάτι άμορφο, τό ασχημίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άμορφος — (amorpha). Γένος χαμηλών θάμνων της οικογένειας των χεδρωπών, ιθαγενών της Βόρειας Αμερικής. Έχουν φύλλα επαλλάσσοντα, πτεροσχιδή με φυλλάρια ωοειδή, ακέραια. Τα άνθη τους είναι λευκά, μπλε ή κόκκινα και σχηματίζουν ταξιανθίες. Τα περισσότερα από … Dictionary of Greek
ἀμορφύνειν — ἀμορφύ̱νειν , ἀμορφύνω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)